- παγίᾳ
- παγίᾱͅ , πάγιοςsolidfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παγία — παγίᾱ , πάγιος solid fem nom/voc/acc dual παγίᾱ , πάγιος solid fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάγια — πάγιος solid neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγίας — παγίᾱς , πάγιος solid fem acc pl παγίᾱς , πάγιος solid fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγίαν — παγίᾱν , πάγιος solid fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάγιος — α, ο (ΑΜ πάγιος, ία, ον, θηλ. και ος) 1. στερεός («κηρὸς... σιδήρου παγιώτερος», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν επιδέχεται αλλαγές, σταθερός, αμετακίνητος, αμετάβλητος (α. «πάγια κατάσταση» β. «πάγιες αποδοχές») νεοελλ. φρ. α) «πάγια έξοδα» (οικον.)… … Dictionary of Greek
δαπάνη — Όρος στην οικονομία, που δηλώνει τις διάφορες μορφές με τις οποίες τα άτομα, οι επιχειρήσεις και οι δημόσιοι οργανισμοί χρησιμοποιούν τα εισοδήματα που διαθέτουν. Ανάλογα με τα αγαθά που αποκτώνται, οι δ. διακρίνονται σε δ. κατανάλωσης, οι οποίες … Dictionary of Greek
πίστωσηή πίστη — Πράξη ανταλλαγής οικονομικών αγαθών μεταξύ δύο προσώπων, που χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι η προσφορά του ενός δεν είναι ταυτόχρονη με την προσφορά του άλλου. Η π. είναι λοιπόν η ανταλλαγή ενός σημερινού αγαθού έναντι ενός μέλλοντος αγαθού ή … Dictionary of Greek
πάγιος — α, ο ο σταθερός, ο αμετάβλητος: Πάγια έσοδα, πάγια τακτική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Sokratis Malamas — (Greek: Σωκράτης Μάλαμας) (b. September 29, 1957 in Sykia in Chalkidiki, Greece) is a Greek singer and songwriter.BiographySokratis Malamas was born on September 29, 1957 in Sykia in Chalkidiki, Greece. His family moved to Stuttgart, Germany for… … Wikipedia
βελτίωση — η (AM βελτίωσις) [βελτιώ ( ώνω)] το να καλυτερεύει κανείς κάτι ή να καλυτερεύει ο ίδιος, η καλυτέρευση νεοελλ. φρ. 1. «βελτίωση γενετική» σύνολο διαδικασιών με αντικείμενο τη βελτίωση του κληρονομικού δυναμικού των ατόμων ενός ζωικού πληθυσμού 2 … Dictionary of Greek